λευκόκρας

λευκόκρας
λευκόκρας (Α)
1. λευκοκέφαλος
2. (κατά τον Ησύχ.) «λευκόκρατες
ἡ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῡς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῡ λαμπρούς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + κρας (ποιητ. τ. τού κάρα «κεφαλή»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”